θυμιατήριον
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
Ion. θυμιητ-, τό,
A censer, Hdt. 4.162, Th.6.46, And.4.29, POxy.521.19 (ii A.D.), etc. 2 vessel for fumigation, Aë.9.41. II name of the constellation Ara, Eudox. ap.Hipparch.1.11.6, Ptol.Tetr.28, etc.
German (Pape)
[Seite 1223] τό, dasselbe; Thuc. 6, 46; Andoc. 4, 29; Dem. 24, 183; Sp. S. das ion. θυμιητήριον.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμιᾱτήριον: Ἰων. θυμιητ-, τό, ὡς καὶ νῦν, ἀγγεῖον ἐν ᾧ καίουσι θυμίαμα, «θυμιατόν», Ἡρόδ. 4. 162, Θουκ. 6. 46, Ἀνδοκ. 33. 3, κτλ.: - παρ’ Ἐκκλ., θῡμιᾱτήρ, ῆρος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cassolette, encensoir.
Étymologie: θυμιάω.