ἰσοτέλεστος

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτέλεστος Medium diacritics: ἰσοτέλεστος Low diacritics: ισοτέλεστος Capitals: ΙΣΟΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: isotélestos Transliteration B: isotelestos Transliteration C: isotelestos Beta Code: i)sote/lestos

English (LSJ)

ον, (τελέω)

   A made exactly like, exact, ἰ. μίμημα Nonn.D.18.247.    2 coming at the last to all alike, ἐπίκουρος, of Death, S.OC1220 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1267] Ἄϊδος Μοῖρα, Soph. O. C. 1223, nach den Schol. ὁμοίως ἀποθνήσκουσιν οἱ τοιοῦτοι, die Allen gemeinsame Nothwendigkeit des Todes, die Alle auf gleiche Weise vollendet.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτέλεστος: -ον, (τελέω) κατεσκευασμένος ἀκριβῶς ὅμοιος, ἀκριβής, ἰσοτ. μίμημα Νόνν. Δ. 18. 247. 2) ὁ ἐν ἰσότητι δίδων τέλος εἴς τι· ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1220 ὁ θάνατος καλεῖται ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, ὁ σύμμαχος ἢ φίλος ὁ εἰς πάντας ὁμοίως ἐρχόμενος, ἡ δὲ γεν. Ἄιδος ἑνοῦται μετὰ τῆς ἑπομένης λέξεως μοῖρα, ὡς τὸ θανάτου μοῖρα ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 917, Εὐρ. Μήδ. 987.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’accomplit également pour tous.
Étymologie: ἴσος, adj. verb. de τελέω.