ἰσοτέλεστος

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτέλεστος Medium diacritics: ἰσοτέλεστος Low diacritics: ισοτέλεστος Capitals: ΙΣΟΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: isotélestos Transliteration B: isotelestos Transliteration C: isotelestos Beta Code: i)sote/lestos

English (LSJ)

ἰσοτέλεστον, (τελέω)
A made exactly like, exact, ἰ. μίμημα Nonn. D. 18.247.
2 coming at the last to all alike, ἐπίκουρος, of Death, S.OC1220 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1267] Ἄϊδος Μοῖρα, Soph. O. C. 1223, nach den Schol. ὁμοίως ἀποθνήσκουσιν οἱ τοιοῦτοι, die Allen gemeinsame Nothwendigkeit des Todes, die Alle auf gleiche Weise vollendet.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'accomplit également pour tous.
Étymologie: ἴσος, adj. verb. de τελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοτέλεστος: происходящий для всех без различия, т. е. никого не щадящий, всеобщий (Ἄϊδος μοῖρα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτέλεστος: -ον, (τελέω) κατεσκευασμένος ἀκριβῶς ὅμοιος, ἀκριβής, ἰσοτ. μίμημα Νόνν. Δ. 18. 247. 2) ὁ ἐν ἰσότητι δίδων τέλος εἴς τι· ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1220 ὁ θάνατος καλεῖται ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, ὁ σύμμαχος ἢ φίλος ὁ εἰς πάντας ὁμοίως ἐρχόμενος, ἡ δὲ γεν. Ἄιδος ἑνοῦται μετὰ τῆς ἑπομένης λέξεως μοῖρα, ὡς τὸ θανάτου μοῖρα ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 917, Εὐρ. Μήδ. 987.

Greek Monolingual

ἰσοτέλεστος, -ον (Α)
1. κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς μίμημα»)
2. (για τον θάνατο) κοινός για όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αυτο-τέλεστος μεσο-τέλεστος].

Greek Monotonic

ἰσοτέλεστος: -ον (τελέω), κατασκευασμένος ακριβώς όμοια· ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, σύμμαχος ή φίλος που έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους, λέγεται για τον θάνατο, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἰσοτέλεστος, ον τελέω
fulfilled alike, ὁ ἐπίκουρος ἰς., the ally that comes to all alike, of Death, Soph.