κάπ
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
Ep. for κατά before π, φ
A, κὰπ πεδίον Il.6.201; κὰπ φάλαρα 16.106; also Thess., IG9(2).517.20 (Larissa).
German (Pape)
[Seite 1322] ep. = κατά vor π u. φ., z. B. κὰπ πεδίον, Il. 6, 201. 11, 167, κὰπ φάλαρα, 16, 106.
Greek (Liddell-Scott)
κάπ: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατὰ πρὸ τοῦ π, φ, κὰπ πεδίον Ἰλ. Ζ. 201· κὰπ φάλαρα Π. 106.
French (Bailly abrégé)
par apoc. et assimil. épq. p. κατά devant π ou φ : κὰπ πεδίον IL, κὰπ φάλαρα IL.