ἰάσιμος
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
[ῑᾱ], Ion. ἰήσιμος, ον, (ἰάομαι)
A curable, of persons, φαρμάκοις A.Pr.475, cf. Hp.Morb.Sacr.11; opp. ἀνίατος, Pl.Lg.941d, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν Antipho 4.2.4: metaph., appeasable, θεός E. Or.399. 2 of wounds, τραῦμα ἰ. Pl.Lg.878c: metaph., ἰ. ἁμάρτημα Id.Grg.525b; κακά Id.Lg.731d; ἰ. τὸ πάθος Alex.124.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάσιμος: ῑᾱ, ον, (ἰάομαι) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, θεραπεύσιμος, εὐθεράπευτος, ἀντίθ. τῷ ἀνίατος, ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, τραῦμα ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον ἁμάρτημα ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ πάθος Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.