κατάγελως

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγελως Medium diacritics: κατάγελως Low diacritics: κατάγελως Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΩΣ
Transliteration A: katágelōs Transliteration B: katagelōs Transliteration C: katagelos Beta Code: kata/gelws

English (LSJ)

ωτος, ὁ,

   A derision, τί δῆτ' ἐμαυτῆς καταγέλωτ' ἔχω τάδε; these ornaments which bring ridicule upon me? A.Ag.1264, cf. Ar. Ach.76; -γέλωτος ἄξιος X.Oec.13.5; κ. πλατύς sheer mockery, Ar. Ach.1126; κατάγελων . . φίλοις παρασχεθεῖν Id.Eq.319; διπλοῦν προσλήψῃ -γέλωτα Epict.Ench.22; κ. τῆς πράξεως the crowning absurdity of the matter, Pl.Cri.45e; κατάγελων ἡγούμην πάντα Philostr.VA 7.23.    2 of persons, laughing-stock, οὗτος κ. νομίζεται Men. 160.4.

German (Pape)

[Seite 1341] ωτος, ὁ, das Verlachen, Verspotten; τί δῆτ' ἐμαυτῆς καταγέλωτ' ἔχω τάδε; Aesch. Ag. 1237, was hab' ich dies mir länger zum Gespötte? Ar. Ach. 75 u. öfter; ὥςπερ κατάγελως τῆς πράξεως, das Lächerliche, Plat. Crit. 45 e; προσλαμβάνω καταγέλωτα Epictet. enchir. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγελως: -ωτος, ὁ, περίγελως, περίπαιγμα, ἐμπαιγμός, Λατ. Iudibrium, τί δῆτ’ ἐμαυτοῦ καταγέλωτ’ ἔχω τάδε; τὰ κοσμήματα ταῦτα ἅπερ ἐπισύρουσι κατ’ ἐμοῦ τὸν ἐμπαιγμὸν τῶν ἀνθρώπων; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1264, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 76, Ξεν. Οἰκ. 13, 5, κτλ.· κ. πλατύς, μέγας, ἄκρατος περίγελως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126· κατάγελων… φίλοις παρασχεθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 320· ὁ κ. τῆς πράξεως, τὸ κορύφωμα τῆς ἀτοπίας τοῦ πράγματος, Πλάτ. Κρίτων 45Ε· κατάγελων ἡγούμην πάντα Φιλόστρ. 303, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 22. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀντικείμενον γέλωτος, ουτος κ. νομίζεται Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγ.» 1.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ) :
dérision, moquerie : ὥσπερ κατάγελως τῆς πράξεως PLAT le plus plaisant de l’affaire.
Étymologie: κατά, γέλως.