καταπλώω
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
Ion. for καταπλέω.
German (Pape)
[Seite 1371] ion. = καταπλέω, herabfahren; καταπλώοντες τὸν ποταμόν, den Strom hinab, Her. 1, 185; καταπλώσαντες ἐς Αἶαν 1, 2, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλώω: Ἰων. ἀντὶ καταπλέω, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καταπλέω.