καχήμερος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον,
A passing an unhappy day, AP9.508 (Pall.); v.l. κακ-.
German (Pape)
[Seite 1409] böse Tage habend, kümmerlich lebend, Ggstz καλήμερος, Pallad. 143 (IX, 508).
Greek (Liddell-Scott)
καχήμερος: -ον, κακὰς ἡμέρας διερχόμενος, ἄθλιος, ἀντίθ. καλήμερος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 508.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui passe sa vie tristement.
Étymologie: κακός, ἡμέρα.