μελεδαίνω

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδαίνω Medium diacritics: μελεδαίνω Low diacritics: μελεδαίνω Capitals: ΜΕΛΕΔΑΙΝΩ
Transliteration A: meledaínō Transliteration B: meledainō Transliteration C: meledaino Beta Code: meledai/nw

English (LSJ)

(μέλω)

   A care for, be cumbered about, c. gen., πενίης Thgn.1129: c. acc., Archil.8, SIG2 (Sigeum, vi B.C.), Theoc.10.52: c. inf., γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ a well-born man does not mind marrying a woman of mean birth, Thgn.185.    II care for, attend upon, μ. τοὺς νοσέοντας Hdt.8.115; τὰς ὑστέρας Hp.Mul.1.17; τὴν ἄνθρωπον Aret.CA2.10.

German (Pape)

[Seite 121] sorgen, sich Sorge machen um Etwas, τινός, z. B. πενίης, Theogn. 1129, der es 185 auch mit dem inf. verbindet, γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ, der gute Mann mag nicht, will nicht eine schlechte Frau heirathen; c. accus.; Theocr. 10, 52; bes. warten, pflegen, τοὺς νοσέοντας μ. καὶ τρέφειν, Her. 8, 115; Hippocr., der auch das pass. braucht.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδαίνω: (μέλω) ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω, μεριμνῶ περί τινος, μετὰ γεν., πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων Θέογν. 1129· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Ἀρχίλ. 7, Θεόκρ. 10. 52, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8 (Böchk σ. 20)· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ, ἢν οἱ χρήματα πολλὰ διδῷ Θέογν. 185 οὕτω Λατ. non curare, = detrectare. ΙΙ. φροντίζω περί τινος, περιποιοῦμαί τινα, ὡς τὸ θεραπεύω, τοὺς νοσέοντας... μελδαίνειν τε καὶ τρέφειν Ἡρόδ. 8. 115 πρβλ. Ἱππ. 598. 26.

French (Bailly abrégé)

1 s’inquiéter, se préoccuper : τινός, de qch ; τινά, de qqn;
2 prendre soin de, soigner : τινά, qqn.
Étymologie: μελέδη.