μεγαλοπρέπεια
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
Ion. μεγᾰλοπρεπ-είη, ἡ,
A magnificence, as a quality of persons, Hdt.1.139, 3.125, Pl.R.486a, Isoc.9.2, Arist.EN1107b17, etc. II of style, elevation, D.H.Comp.16, Th.23, Demetr.Eloc.37. III as a title, ἡ σὴ μ. Just.Nov.41 Praef.; ἡ αὐτοῦ μ. POxy.1163.4 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 107] ἡ, das Wesen u. Betragen des μεγαλοπρεπής, Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ ἐλευθεριότης, Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen ἀπειροκαλία u. μικροπρέπεια ist.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοπρέπεια: Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ ἰδιότης τοῦ μεγαλοπρεποῦς, λαμπρότης, Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
magnificence, générosité.
Étymologie: μεγαλοπρεπής.