μεταλλαγή
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ,
A change, Epich.170.14, Hp.Aph.3.1 (pl.); ἡ μ. τῶν σκελέων alternation of the legs in walking, Id.Art.58; μ. τῆς ἡμέρης eclipse, Hdt.1.74; ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρός by receiving a crafty man forthy master instead [of me], S.Ph.1134; μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα Pl.Ti.61c. 2 c. gen. objecti, μ. πολέμου change from war, X.HG7.4.10, cf. E.HF765, 766 (lyr.); μ. τοῦ βίου, i. e. death, Phld. Acad.Ind.p.93 M., Plu.2.101f; μ. alone, decease, ἡ τοῦ Καρνεάδου μ. Phld. l. c., cf. D.S.18.9, D.C.57.4; βασιλέων μεταλλαγαί 'the Deaths of Kings', title of work by Anaximenes, Ath.12.531d; of Alexander the Great, Marm.Par.109. 3 change for the worse, ruin, εἰς μ. ἀγαγεῖν Men.Pk.29. II exchange, interchange, τῶν ἐπιστημῶν Pl. Tht.199c.
German (Pape)
[Seite 148] ἡ, der Austausch, die Veränderung, συντυχίας, Eur. Herc. Fur. 766; bei Soph. Phil. 1119, ἄλλου δ' ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσει, heißt es »der Bogen befindet sich nach dem Wechsel des Herrn in des erfinderischen Mannes Besitz«; oft in Prosa; μ. ἡμέρας, von einer Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Plat. Theaet. 199 c; κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα, Tim. 61 c; ὅτι ἡ ξυμμαχία οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μετ. εἴη, Xen. Hell. 7, 4, 10; – βίου, der Tod, Plut. cons. ad Apoll. i. A.; auch ohne βίου, D. Cass. 57, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλᾰγή: ἡ, ὡς τὸ μεταβολή, Ἐπίχ. 94. 14 Ahr., Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἡ μ. τῶν σκελέων, ἡ ἐναλλαγὴ τῶν σκελῶν κατὰ τὸ βάδισμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824· μ. τῆς ἡμέρης, ἔκλειψις, Ἡρόδ. 1. 74· ἄλλου δ’ ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσει, περιῆλθες δὲ εἰς τὴν κυριότητα ἄλλου, πολυμηχάνου ἀνδρός, ὅστις σὲ χειρίζεται νῦν, Σοφ. Φιλ. 1134· μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 61C. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., μ. πολέμου, μεταβολὴ ἐκ τοῦ πολέμου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 10, πρβλ. Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 765, 766· μ. τοῦ βίου, δηλ. ὁ θάνατος, Πλούτ. 2. 101F. ΙΙ. ἀνταλλαγή, ἐναλλαγή, Πλάτ. Θεαίτ. 199C.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 changement;
2 échange, remplacement d’une chose par une autre ; βίου PLUT remplacement de la vie, càd passage de la vie à la mort.
Étymologie: μεταλλάσσω.