Μολοσσός
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
Att. Μολοττός, όν, Molossian,
A ὄργανον Simon.31; γάπεδα A.Pr.829, cf. Hdt.1.146, al.:—fem. Μολοσσίς, Att. Μολοττίς, ίδος, Poll. 5.39; ἡ Μολοσσίς (sc. γῆ) Molossia, Plu.2.297b: also Μολοσσία, ἡ, Pi.N.7.38; Μολοσσικός, Att. Μολοττικός, ή, όν, χεῖρες S.Fr.795; κύων M. a kind of wolf-dog used by shepherds, Ar.Th.416. II μολοσσός, ὁ, in Metric, the foot, D.H. Comp.17, Heph.3.2, 11.2.
Greek (Liddell-Scott)
Μολοσσός: Ἀττ. -ττός, όν, ἀνήκων εἰς τὴν Μολοσσίαν, ὁ τῆς Μολοσσίας, Μολοσσικός, Σιμων. 38, Αἰσχύλ. Πρ. 829, Ἡρόδ. 1. 146, κ. ἀλλ.· ‒ θηλ. Μολοσσίς, Ἀττ. -ττίς, ίδος, Πολυδ. Εʹ, 39· ἡ Μολοσσὶς (ἐξυπ. γῆ) ἡ Μολοσσία, Πλούτ. 2. 297Β· οὕτω Μολοσσία, Πινδ. Ν. 7. 56, κτλ.· ‒ ὡσαύτως Μολοσσικός, Ἀττ. -ττικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 894· κύων Μ., εἶδος μεγάλου ἀγρίου καὶ λυκοειδοῦς κυνός, ὃν μετεχειρίζοντο οἱ ποιμένες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 416. ΙΙ. μολοσσός, ὁ, ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς ἐκ τῶν τριῶν μακρῶν συλλαβῶν, (‒ ‒ ‒), π.χ. ἠλώμην, Ἡφαιστ. 11. 3.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
du pays des Molosses ; οἱ Μολοσσοί les Molosses, peuple de la Molossie.