μυρρίς
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A sweet cicely, Myrrhis odorata, Dsc.4.115: μυρίς, Thphr.CP6.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116˙ μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de plante semblable au myrte.
Étymologie: μύρρα.