παραστατικός

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστᾰτικός Medium diacritics: παραστατικός Low diacritics: παραστατικός Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parastatikós Transliteration B: parastatikos Transliteration C: parastatikos Beta Code: parastatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for standing by. Adv. -κῶς Phot., Suid.    II bringing to light, displaying, ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ ἑτέρου Antioch.Ascal. ap.S.E.M.7.162 ; ἀληθοῦς Stoic.2.73 ; indicative, c. gen., τὰ καιροῦ π. (sc. ἐπιρρήματα) οἷον σήμερον D.T.641.28, cf. A.D.Pron.7.26, al., S.E. M.8.202 ; making manifest, ὁλοτελῶν κόσμων π. Dam.Pr.224.    III able to exhort or rouse, c. gen., ἀγωνίας Plb.3.43.8 ; ὁρμῆς Plu.Lyc. 21 ; creating a disposition or propensity, πρὸς τὰς πράξεις Phld. Mus.p.71 K. ; π. πρὸς συνουσίαν S.E.M.1.307 ; π. ἀπό τινος εἴς τι Phld.Oec.p.52 J.    IV desperately courageous, Plb.16.5.7 (Comp.). Adv. -κῶς Id.16.28.8, D.S.18.22 : Comp. -ώτερον Id.20.11.    2 desperate, furious, διάθεσις Plb.1.67.6, etc. ; π. τὰς διανοίας Id.18.46.10.    V parastatica, = παραστάς, Vitr.5.1.6, 10.10.2, Plin.HN33.52.    VI -κόν, τό, tomb, MAMA3.10, al. (Seleucia ad Calycadnum).

German (Pape)

[Seite 500] ή, όν, 1) was das Vermögen hat, Etwas vor die Seele od. vor die Sinne zu stellen, anzudeuten, innerlich anzuregen, Sp., bes. Gramm.; τὰ μέλη κέντρον ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆς, Plut. Lyc. 21; ἦν τὸ γιγνόμενον ἐκπληκτικὸν καὶ παραστατικὸν ἀγωνίας, Pol. 3, 43, 8; Sp. – 2) wer gefaßt ist und der Gefahr entgegentritt, kühn, τῆς ψυχῆς γενναιότητι λαμπρότερος καὶ παραστατικώτερος ἢ πρόσθεν, Pol. 16, 5. 7, öfter; auch im schlimmen Sinne, ἀποθηριοῦσθαι καὶ παραστατικὴν λαμβάνειν διάθεσιν, 1, 67, 6; ὁρμή, wüthender Angriff, 33, 8, 5. – 3) verzückt, sowohl von propbellscher Begeisterung, als wahnsinnig. – Adv., bes. in der 2. Bdtg, Pol. 16, 28 u. A.; παραστατικώτερον τὸν κίνδυνον ὑπέμειναν, D. Sic. 20, 11.

Greek (Liddell-Scott)

παραστᾰτικός: ἡ, όν, ἀρμόδιος ὄπως ἵσταται πλησίον τινός· ἐπίρρ. -κῶς, Φώτ., Σουΐδ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ παραστήση τι ἐνώπιόν τινος, ὁ παρέχων ἔννοιάν τινος, φιλανθρωπίας Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 7· ἀληθοῡς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 249· - ἀπολ., ὁ ποιῶν τι κατάδηλον, αύτοθι 202, κτλ. 3) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξεγείρῃ, μετὰ γεν., ἀγωνίας Πολύβ. 3. 43, 8 ὁρμῆς Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· παρ. πρός τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σέξτ. Ἐμπειρ. 4) ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς, π. τινος, ὁ ἀφιερωμένος εἰς μνήμην τινός, Συλλ. Ἐπιγρ. 9213-18. ΙΙ. ὁ ἔχων ἑτοιμότητα πνεύματος, εὐθαρσής, εὔτολμος, Πολύβ. 16. 5, 7. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 16. 28, 8, Διόδ., κλ. 2) παράφορος, ἀπεγνωκώς, Πολύβ. 1. 67, 6, κτλ.· π. τὰς διανοίας ὁ αὐτ. 18. 29, 10 ΙΙΙ. parastatica= παραστάς, Πλίν. 33. 15, πρβλ. παραστάτης VI.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui excite, gén..
Étymologie: παρίστημι.