ὀρίγανον

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῑγᾰνον Medium diacritics: ὀρίγανον Low diacritics: ορίγανον Capitals: ΟΡΙΓΑΝΟΝ
Transliteration A: oríganon Transliteration B: origanon Transliteration C: origanon Beta Code: o)ri/ganon

English (LSJ)

τό, Epich.17, Hp. Vict.2.54, Ar.Fr.130, Antiph.222.4, Amips.35, Thphr.HP1.9.4, al. :— also ὀρίγᾰνος, ἡ, Ar.Ec.1030, Arist.Pr.925a29, HA612a25, Thphr. HP6.1.4, al., Clearch. ap. Ath.3.116e, Dsc.3.27, Gal.12.91, cf. 6.668 ; ὀρίγανος, ὁ, Ion Eleg.5, Hp.Epid.5.54, Anaxandr.50:—an acrid herb,

   A ὀ. Ἡρακλεωτική Dsc., Gal. ll. cc. ; = ὀ. λευκή organy, Origanum heracleoticum, Thphr.HP6.2.3 ; ὀ. μέλαινα marjoram, Origanum viride, ibid. ; ὀρίγανον βλέπειν look origanum, i. e. look sour or crabbed, like νᾶπυ βλ., Ar.Ra.603. [In codd. freq. wrongly ὀρείγανον, v. Hdn.Gr.2.410 ; ἐρίγανον PTeb.112 Intr. (ii B. C.).]

German (Pape)

[Seite 377] τό, od. ὀρίγανος, ἡ, ein scharf od. bitter schmeckendes Kraut, origanum, Theophr. u. A. Das fem. hat Ar. Eccl. 1030 u. Cearch. bei Ath. III, 116 d; Ion bei demselben II, 68 c auch ὁ ὀρίγανος. – Ὀρίγανον βλέπειν, aussehen, wie Einer, der Origanum gegessen hat, sauer sehen, Ar. Ran. 602. – [Wegen der Länge des ι findet sich auch ὀρείγανον geschrieben.]

Greek (Liddell-Scott)

ὀρίγᾰνον: [ῑ]. τό, βοτάνη τις πικρὰν ἢ δριμεῖαν γεῦσιν ἔχουσα, κοινῶς «ῥίγανη»· ἦσαν δὲ ταύτης πολλὰ εἴδη, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 630, 50, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1, 4, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 4 - ὡσαύτως, ὀρίγανος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030, Ἀριστ. Προβλ. 20, 22, 3, κ. ἀλλ.· ὀρίγανος, ὁ, Ἴων 5, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φαρμακομάντει» 2, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 630. 49· - ὀρίγανον βλέπειν, δριμὺ βλέπειν, ὡς τὸ νᾶπυ βλ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 603. [Οἱ ἀντιγραφεῖς συχνάκις ἔγραψαν ὀρείγανον.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
origan (plante d’un parfum pénétrant) ; fig. ὀρίγανον βλέπειν lancer des regards pénétrants, perçants.
Étymologie: ὄρος, γάνος.