παράληρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A raving, delirious, ib.1.2, Ph.1.387, etc. II as Subst., = παραλήρησις, Hp.Epid.3.17.ζ, Suid. s.v. λῆρος.
German (Pape)
[Seite 487] albern redend, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παράληρος: -ον, ὁ ἀνοήτως λαλῶν, ἄφρων, παραλαλῶν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 940, Φίλων 1. 387, κλ. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., = παραλήρησις, Ἱππ. 1103Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. λῆρος, «ἡ ἐπιτεταμένη βλάβη τοῦ νοῦ παραφροσύνη λέγεται, ἡ δὲ μέση λῆρος, ἡ δὲ ὑφειμένη παράληρος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui déraisonne, qui radote;
2 t. médic. qui délire ; τὸ παράληρον le délire.
Étymologie: παραληρέω.