παραληρέω
English (LSJ)
talk nonsense, rave, Hp.Epid.1.26.ί, Ar.Eq.531, Ra. 594, Isoc.12.23, Pl.Tht.169a; ἀκοῦσαι... κἂν δοκῇ τις παραληρεῖν D. Prooem. 4; φαίνεται… ἄττακαὶ τοῖς παραληροῦσιν even to crazy persons, Arist.Rh.1356b35.
German (Pape)
[Seite 487] verkehrt oder albern reden; ἢν δὲ παραληρῶν ἁλῷς, Ar. Ran. 594; Equ. 531; Plat. Theaet. 169 a; Dem. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
παραληρῶ :
parler à tort et à travers, déraisonner.
Étymologie: παρά, ληρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-ληρέω wartaal uitslaan:; τοῖς παραληροῦσιν aan de gekken Aristot. Rh. 1356b36; ijlen.
Russian (Dvoretsky)
παραληρέω: говорить вздор, нести чепуху Arph., Plat., Arst., Dem.
Greek Monotonic
παραληρέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ως ξεμωραμένος γέρος, μιλώ με αφροσύνη, μιλώ ακατανόητα, Λατ. delivare, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
παραληρέω: λαλῶ ὡς ἄφρων, λέγω ἀνοησίας, Λατ. delirare, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 986, Ἰσοκρ. 237E, Ἀριστοφ. Ἱππ. 531, Βατρ. 594, Πλάτ. Θεαίτ. 169Α· ἀκοῦσαι ... κἂν δοκεῖ τις παραληρεῖν Δημ. 1421. 10· φαίνεται ... ἄττα καὶ τοῖς παραληροῦσιν, καὶ εἰς τοὺς μωρούς, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 11. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραληρούντων· μωρὰ λαλούντων».
Middle Liddell
fut. ήσω
to talk like a dotard, talk nonsense, Lat. delirare, Ar., etc.