πατρόθεν
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
Adv., (πατήρ)
A from or after a father, π. ἐκ γενεῆς ὀνομάζων naming him and giving his father's name, Il.10.68, cf. Hdt.3.1, Th.7.69, Pl.Ly.204e; τὸ μὲν π. ἐκ Διὸς εὔχονται on the father's side, Pi.O.7.23; εἴπερ . . ἔστ' ἐμὸς τὰ π. S.Aj.547, cf. OC215 (lyr.); ἐν στήλῃ π. ἀναγραφῆναι to have one's name inscribed on a tablet with the addition of one's father's name, Hdt.6.14, cf. 8.90; γράψαι τοὔνομα π. καὶ φυλῆς καὶ δήμου to write one's name adding that of one's father, tribe, and township, Pl.Lg.753c, cf. OGI222.44 (Clazomenae, iii B. C.), Milet.3 No.152.93 (ii B. C.), etc.; π. καὶ πατρίδος PRev.Laws7.3 (iii B. C.). 2 coming from, sent by one's father, ἀνάγκα π., imposed by Zeus, Pi.O.3.28; π. ἀλάστωρ A.Ag.1507 (lyr.) ; π. εὐκταία φάτις a father's curse, Id.Th. 841 (lyr.). 3 from the time of one's fathers, π. φίλοι τοῦ δήμου IG 22.237.8.
German (Pape)
[Seite 536] vom Vater her, von Seiten des Vaters; πατρόθεν ὀνομάζειν τινά, Einen nach dem Vater, mit Hinzufügung von des Vaters Namen nennen, Il. 10, 68; Tragg., wie Aesch. Ag. 1508 Soph. O. C. 215; Thuc. 4, 69 Plat. Lys. 204 e u. A.; ἀναγραφῆναι πατρόθεν ἐν στήλῃ, mit Hinzufügung des Namens des Vaters auf einer Säule eingeschrieben werden, Her. 6, 14; δοκεῖς μοι Σωκράτη πατρόθεν γιγνώσκειν μόνον, Plat. Lach. 187 d; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατρόθεν: Ἐπίρρ. (πατὴρ) π. ἐκ γενεῆς ὀνομάζων..., ἐκ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ γένους, (κατὰ τὸ ἐκ παραλλήλου σχῆμα), Ἰλ. Ι. 68, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 1, Θουκ. 7. 69· τὸ μὲν π. ἐκ Διὸς εὔχονται, πρὸς πατρός, Πινδ. Ο. 7. 40· εἴπερ ... ἔστ’ ἐμὸς τά π. Σοφ. Αἴ. 547, πρβλ. Ο. Κ. 215 ἀναγραφῆναι π. ἐν στήλῃ, μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, Ἡρόδ. 6. 14, πρβλ. 8. 90· οὕτω, γράφειν τοὔνομα π. καὶ φυλῆς καὶ δήμου, μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, τῆς φυλῆς καὶ τοῦ δήμου, Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ὁ προερχόμενος ἐκ τοῦ πατρός. ἀνάγκα π., ἐπιβαλλομένη ὑπὸ τοῦ Διός, Πινδ. Ο. 3. 51· π. ἀλάστωρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1508· π. εὐκταία φάτις, κατάρα πατρική, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 841.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 du père, du côté du père, d’après le nom du père;
2 depuis le père, en commençant par le nom du père, càd en ajoutant le nom du père.
Étymologie: πατήρ, -θεν.