παραψήχω

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψήχω Medium diacritics: παραψήχω Low diacritics: παραψήχω Capitals: ΠΑΡΑΨΗΧΩ
Transliteration A: parapsḗchō Transliteration B: parapsēchō Transliteration C: parapsicho Beta Code: parayh/xw

English (LSJ)

   A rub at the side, τὸ ὄμμα Ael.NA9.16.    II smooth down, τοὺς τοίχους Plu.2.641e.

German (Pape)

[Seite 509] an der Seite leise od. sanft abreiben; τοὺς τοίχους, Plut. Symp. 2, 7; Ael. H. A. 9, 16; – streicheln, u. übertr. auch mit Worten schmeicheln, Callim. Cer. 46. S. παραψύχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

παραψήχω: τρίβω κατὰ τὰ πλάγια, παραψήχων τὸ ὄμμα Αἰλ. π. Ζ. 9. 16. ΙΙ. λειαίνω, καθιστῶ τι λεῖον, τοὺς τοίχους Πλούτ. 2. 641Ε. 2) μεταφορ., θωπεύω, καθησυχάζω, φᾶ δὲ παραψήχοισα κακὸν καὶ ἀναιδέα φῶτα Καλλ. εἰς Δήμ. 46 (κοινῶς παραψύχοισα).

French (Bailly abrégé)

nettoyer en frottant de côté, acc..
Étymologie: παρά, ψήχω.