περιφανής
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ές,
A seen all round, of a city, Th.4.102 ; π. ζῷα figures standing free and unattached, opp. those in relief, Callix.2, cf.1. 2 conspicuous, notorious, S.Aj.66, etc.; π. τὰ πράγματα Ar.Lys.756; π. ἀδίκημα Lys.9.22; τὰ δημόσιά που καὶ π. Pl.Phlb.31e; μεγάλη καὶ π. ἀναισχυντία D.27.38; τεκμήριον Lys.22.11 (Sup.); πενία Antiph.167; περιφανές [ἐστι], ὡς . . X.HG7.2.17: Comp. -φανέστερος, Sup. -έστατος, ib.7.3.8, Ar.Eq.206, etc. Adv. -νῶς conspicuously, notably, evidently, S.Aj.81, Ar.Eq.1186, Pl.948, Th.6.60, Lys.16.8, Pl.Men. 91d, Ep.346a: Comp. -έστερον D.27.7: Sup. -έστατα Is.8.17 codd. περιφαν-τάζομαι, frame an imaginative notion of a thing, Simp.in Epict.p.112 D., in Cael.313.8.
German (Pape)
[Seite 598] ές, von allen Seiten sichtbar, deutlich, berühmt; δείξω δὲ καὶ σοὶ τήνδε περιφανῆ νόσον, Soph. Ai. 66; περιφανέστατος, Ar. Equ. 206; καταλύει περιφανῶς, offenbar, Plut. 948; u. so im adv. auch Soph. Ai. 81; Thuc. 4, 102, u. adv., 6, 60; τὰ δημόσια καὶ περιφανῆ, Plat. Phil. 31 e; u. adv., Men. 91 d; ἐλέγχεσθαι, Andoc. 1, 24; τὸ περιφανέστατον, Lys. 3, 39; Sp., wie Luc.
Greek (Liddell-Scott)
περιφᾰνής: -ές, (περιφαίνομαι) ὁ ὁλόγυρα φαινόμενος, περίοπτος, ἐπὶ πόλεως, Θουκ. 4. 102· π. ζῷα, ὁμοιώματα ἱστάμενα καθ’ ἑαυτὰ καὶ πανταχόθεν ὁρατά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀνάγλυφα, Ἀθήν. 199Ε, 205C. 2) προφανής, δῆλος, ἐπίσημος, κατάδηλος, πασίγνωστος, Σοφ. Αἴ. 66, κτλ.˙ π. τὰ πράγματα Ἀριστοφ. Λυσ. 756˙ π. ἀδίκημα Λυσίας 116. 8˙ τὰ δημόσιά που καὶ π. Πλάτ. Φίληβ. 31Ε˙ μεγάλη καὶ π. ἀναισχυντία Δημ. 825. 20˙ τεκμήριον Λυσ. 165. 15˙ περιφανές [ἐστι], ὡς… Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 17˙ ― συγκρ. καὶ ὑπερθ. -φανέστερος, -έστατος, αὐτόθι 7. 3, 8, Ἀριστοφ. Ἱππ. 206, κτλ. ― Ἐπίρρ. -νῶς, φανερῶς, ἐπισήμως, προδήλως, Σοφ. Αἴ. 81, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1186, Πλ. 948, Θουκ. 6. 60, Πλάτ. Μένων 91D˙ συγκρ. -έστερον, Δημ. 815. 19.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 visible tout autour, de tous les côtés;
2 évident, manifeste;
3 connu de tous : περιφανὲς ὡς XÉN il est clair pour tout le monde que, etc.
Cp. περιφανέστερος, Sp. περιφανέστατος.
Étymologie: περιφαίνω.