τετραφάληρος

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A with four bosses (φάλαρα, cf. Lat. phalerae), κυνέη Il.5.743, 11.41.

German (Pape)

[Seite 1099] κυνέη, Il. 5, 743. 11, 41, neben ἀμφίφαλος, nach der gew. Ableitung = τετράφαλος, wogegen die Vrbdg mit ἀμφίφαλος zu sein scheint; Buttm. Lexil. II p. 247 nimmt ein besonderes mit φάλος verwandtes Stammwort φάληρος an, das entweder den Helmbusch selbst bezeichnet, od. ein Beiwort desselben ist, also = mit vier Helmbüschen.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰφάληρος: [ᾰ], -ον, ἐπὶ περικεφαλαίας ἐν Ἰλ. Ε. 743., Λ. 41, κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ τετράφαλος· - εἶναι ὅμως ὕποπτος ἡ τοιαύτη ἐκδοχή, διότι ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις προστίθεται ὁ προσδιορισμὸς ἀμφίφαλος· ὅθεν τοῦ Butmann ἡ γνώμη (Λεξίλ. ἐν λέξ. φάλος 9) καθίσταται λίαν πιθανή, ὅτε δηλ. τὸ β΄ μέρος τῆς λέξεως εἶναι φάληρος ἢ -ρον (λέξις οὐδαμοῦ ἐν χρήσει ἀλλ’ ὑποτιθεμένη ἐν τῷ ῥηματικῷ τύπῳ φαληριάω), λόφος, λόφιον, ὥστε τετραφάληρος θὰ σημαίνῃ τὴν ἔχουσαν τέσσαρας λόφους περικεφαλαίαν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τετραφάληρον· τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἧλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τετράφαλος.