προεῖδον

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεῖδον Medium diacritics: προεῖδον Low diacritics: προείδον Capitals: ΠΡΟΕΙΔΟΝ
Transliteration A: proeîdon Transliteration B: proeidon Transliteration C: proeidon Beta Code: proei=don

English (LSJ)

aor. with no pres. in use, προοράω being used instead, part. προϊδών, inf. προϊδεῖν:—

   A look forward, ὀξὺ μάλα προϊδών Od.5.393; see beforehand, catch sight of, μή πώς με προϊδὼν . . ἀλέηται 4.396; ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Il.17.756, cf. 18.527, Hdt.3.14:—Med., προΐδωνται Od.13.155; χαλεπὸς προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc.386 (v.l. προσιδ-).    2 foresee, portend, κακότητος ἀνάγκας Orac. ap. Hdt.7.140; ἐσσόμενον Pi.N.1.27: abs., Pl.Lg.691b:—Med., X.An.6.1.8, D.9.68, etc.    II take thought for, ἡμέων οἰκοφθορημένων Hdt.8.144; καθ' ἡσυχίαν τι αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Th.1.83:—mostly in Med., προϊδόμενος (προειδομένους codd.) αὐτῶν Id.4.64; τοῦ μέλλοντος προϊδέσθαι D.C.45.19; ὅπως μὴ . . D.54.17; προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Id.23.134; οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο did not worry about . ., D.C.56.13.

German (Pape)

[Seite 718] inf. προιδεῖν, aor. zu προοράω, w. m. s. – Dazu perf. πρόοιδα, inf. προειδέναι, ich weiß vorher; προειδώς, Her. 9, 141; προειδόσι τὰ πράγματα, Plat. Crat. 433 e; τὸν θάνατον, Gorg. 533 d, u. sonst, wie Folgde; προειδὼς τὸ μέλλον, Pol. 5, 13, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προεῖδον: ἀόρ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται τὸ προοράω· μετοχ. προϊδών, ἀπαρέμφ. προϊδεῖν, πρβλ. πρόοιδα. Ρίπτω βλέμμα μακρὰν ἐμπρός, ὀξὺ μάλα προϊδὼν Ὀδ. Ε. 393· βλέπω πρότερον, «παίρνει τι τὸ ’μάτι μου», μὴ πώς με προϊδών… ἀλέηται Δ. 396· ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Ἰλ. Ρ. 756, πρβλ. Σ. 527, Ἡρόδ. 3. 14· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προϊδέσθαι Ὀδ. Ν. 155, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 (κ. ἀλλ. προσιδ-). 2) ἐπὶ χρόνου, προβλέπω, προοιωνίζομαι, κακότητος ἀνάγκας Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· ἐσσόμενον Πινδ. Ν. 1. 40· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 691Β· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1. 8, Δημ. 128, 18, κτλ. ΙΙ. φροντίζω περί τινος, προνοῶ, ἡμέων οἰκοφθορημένων Ἡρόδ. 8. 144· αὐτῶν (ἐξυπακ. τῶν ἀποβαινόντων) Θουκ. 1. 83· ― ἀλλ’ ἡ ἔννοια τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προϊδομένους (οὐχὶ προειδ- κατὰ τὰ Ἀντίγραφα) αὐτῶν Θουκ. 4. 64· προϊδέσθαι τοῦ μέλλοντος Δίων Κ. 45. 19· ὅπως μή… Δημ. 1262. 17. 2) λαμβάνω πρόνοιαν, προϊδέσθαι ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 664. 17· οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο Δίων Κ. 56. 13.

French (Bailly abrégé)

v. προοράω.