προσοκέλλω
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
A run [a ship] on shore, D.C.Fr.4.4: c. dat., run ashore on, Luc.VH2.2; so of the ship, Id.Tim.3: metaph., π. χρόνῳ v.l. in Aret.SD2.10; ἁ εὐμορφία τοῖς ποτοκέλλουσιν ἁδονὰς παρέχει Dius ap. Stob.4.21.17 (Ruhnk. cj. ποτοπτίλλουσιν).
German (Pape)
[Seite 774] ναῦν, das Schiff ans Land treiben, stranden lassen, Sp., wie Luc. V. H. 2, 2; auch intrans., Tim. 3; πόδα, den Fuß woran stoßen, Aret. – S. προσοπτίλλω.
Greek (Liddell-Scott)
προσοκέλλω: ναῦν, ῥίπτω πλοῖον ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 2, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 3 Sturz. 2) ἀπολ., ἐπὶ τοῦ πλοίου, «πίπτω ἔξω», Λουκ. Τίμ. 3· μεταφ., πρ. χρόνῳ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10. - Παρὰ Στοβ. 409. 9. Ruhnk. διορθοῖ ποτοπτίλλω.
French (Bailly abrégé)
f. προσοκελῶ, ao. προσώκειλα;
1 tr. pousser un navire vers le rivage, aborder;
2 intr. en parl. du navire aborder.
Étymologie: πρός, ὀκέλλω.