στροφή
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ἡ,
A turning, e.g. of a horse, X.Eq.7.15,17, 10.15; revolving, circling, ἄρκτου στροφαί S.Fr.432.11; τοῦ σώματος (sc. τῆς σελήνης) Epicur.Ep.2p.41U.; ὡρῶν Pl.Lg.782a; of a snake, Arist.PA692a6; ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων with rolling of the eyes, E.HF932. 2 twist, such as wrestlers make to elude their adversary, πάσας στροφὰς στρέφεσθαι Pl.R.405c: metaph., slippery trick, dodge, οὐκ ἔργον ἔστ' οὐδὲν στροφῶν Ar.Pl.1154, cf. Ec.1026, Ra.775; δημηγόρους εὐπιθεῖς σ. A.Supp.623. 3 in Music, twist or turn, κατακάμπτειν τὰς σ. Ar.Th.68. 4 winding up of a winch, CPHerm.p.79 (iii A.D.). 5 turning of a road, τὸν νεκρὸν . . ἐν ταῖς σ. μὴ καττιθέντων μηδαμεῖ Schwyzer 323 C 33 (Delph., iv B.C.). 6 metaph., (στρέφω B. 111) occupation, concern, περί τι Herm.in Phdr. p.67 A. II turning of the Chorus: hence, the strain sung during this evolution, strophe (cf. ἀντίστροφος IV, ἀντιστροφή 1), Pherecr.145.9, Phld.Po.Herc.994 Fr.19, D.H.Comp.19, Ph.2.484, etc. III στροφαί· ἀστραπαί, Hsch. (v. στροπά). IV transmutation of metals, Zos.Alch.p.195 B.
German (Pape)
[Seite 956] ἡ, das Drehen, Wenden, die Wendung; ἄρκτο υ στροφάς, Soph. frg. 379; vgl. ὡρῶν στροφαὶ παντοῖαι, Plat. Legg. VI, 782 a; ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων ἐφθαρμένος, Eur. Herc. Fur. 932; bes. Tanzwendung des Chors in der Orchestra und der während des Tanzes gesungene, einer solchen Wendung entsprechende Gesang, die Strophe, übh. die Verbindung mehrerer Verse zu einem metrischen Ganzen, vgl. Ar. Thesm. 67, μελοποιεῖν ἄρχεται· χειμῶνος οὖν ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον. – Uebertr. = Gewandtheit, Schlauheit, δημηγόρο υς δ' ἤκουσεν εὐπειθεῖς στροφὰς δῆμ ος, Aesch. Suppl. 818; οὐκ ἔργον ἔστ' οὐδὲν στροφῶν, Ar. Plut. 1154. Vgl. στρέφω z. E.
Greek (Liddell-Scott)
στροφή: ἡ, (στρέφω) τὸ στρέφειν, π. χ. ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 7, 15 καὶ 17., 10, 15· τὸ στρέφεσθαι, περιστρέφεσθαι, ἴδε ἐν λέξει στροφάς· τῶν ὡρῶν Πλάτ. Νόμ. 782Α· ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων, στρέφων τὰ ὄμματα, Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 932. 2) συστροφή, ἑλιγμός, καμπή, οἵας οἱ πολεμισταὶ ἐμηχανῶντο πρὸς ἐξαπάτησιν τοῦ ἀντιπάλου, πάσας στροφὰς στρέφεσθαι Πλάτ. Πολ. 405C· - μεταφορ., τέχνασμα πρὸς διαφυγὴν ἢ ἐξολίσθησιν, οὐ δεῖ στροφῶν Ἀριστοφ. Πλ. 1154, Ἐκκλ. 1026, πρβλ. Βατρ. 775· οὕτω, δημηγόρους εὐπιθὴς στρ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 623· πρβλ. στρέφω Β. ΙΙ. 3) οὕτως ἐν τῇ μουσικῇ, συστροφή, κάμψις, κατακάμπτειν τὰς στρ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 68· πρβλ. καμπὴ ΙΙΙ. ΙΙ. ἡ στροφὴ τοῦ χοροῦ, τὸ ὀρχεῖσθαι πρὸς τὸ ἓν μέρος τῆς ὀρχήστρας· τὸ μέλος τὸ ᾀδόμενον κατὰ τὴν κίνησιν ταύτην, ἡ στροφὴ τοῦ ᾄσματος, εἰς ἣν ἀνταποκρίνεται ἡ ἀντιστροφή, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 9, Διόν. Ἁλ. περὶ Συνθ. 19, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de tourner;
2 action de se détourner pour éviter les coups de l’adversaire;
3 évolution du chœur de gauche à droite sur la scène ; air que le chœur chantait en se déplaçant;
4 fig. αἱ στροφαί détours, ruses, finesses.
Étymologie: στρέφω.