συναφή
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
ἡ,
A connexion, union, Arist.Spir.484b22, Thphr.Ign.33, Plu.2.1080f (pl.), etc.; κατὰ συναφήν in connexion with other things, opp. αὐτοτελῶς, Epicur.Ep.2p.36U.; conjunction of heavenly bodies, PMag.Leid.W.24.21, Nech. ap. Vett.Val.279.23, Man.1.74, al.; application, opp. ἀπόρροια 1.3, Gal.19.543, Paul.Al.H.1; generally, combination, Epicur.Nat.11.13, 28.9; opp. ἀφαίρεσις, Phld. D.3.12, etc.; ἡ πρὸς ἀλλήλους σ. Thphr.CP4.12.8, cf. Metaph.2; confluence, τινὸς πρός τι Ptol.Geog.3.16.8, etc.; junction of branches of the Milky Way, Id.Alm.8.2. II point or line of junction, as in bivalve shells, Arist.PA680a24; tangential point of a circle and straight line, Id.LI971b17; ἡ τοῦ βέλους πρὸς τὸ ξύλον σ. Plb. 6.23.11; τῶν μισθοφόρων καὶ τῶν ἱππέων Id.12.18.10; κατὰ τὴν σ. ἐγκεκλιμέναι Plu.2.1079d; Astron., = σύνδεσμος VI. 1, node, Cleom. 2.5. III in Music, conjunction of two tetrachords, opp. διάζευξις 2, Plu.2.491a, CleonidHarm.10, Bacch.38,81, Gaud.6, POxy.667.11 (Aristox.(?)); cf. συνάπτω A.111.2.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, = συνάφεια; Arist. partt. an. 4, 5; ἡ τοῦ βέλους πρὸς τὸ ξύλον, Pol. 6, 23, 11, vgl. 12, 18, 10. – Bei den Mathem. der Berührungspunkt.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰφή: ἡ, σύναψις, σχέσις, ἕνωσις, σύνδεσις, Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 7, 3, Θεοφρ. περὶ Πυρ. 33, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 1080F· ― σαρκικὴ μῖξις, Μοσχίων περὶ Γυναικ. Παθ. 25· ἡ συνδρομὴ τῶν ἀστέρων, Μανέθων 1. 74, κλπ.· ἡ πρὸς ἀλλήλους σ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 8· τινος πρός τι, Πτολ., κλπ. ΙΙ τὸ σημεῖον ἢ ἡ γραμμὴ τῆς ἑνώσεως, ἕνωσις, ὡς π. χ. ἐν τοῖς διθύροις ὀστρακοδέρμοις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 30· τὸ σημεῖον τῆς ἐπαφῆς περιφερείας κύκλου καὶ ἐφαπτομένης εὐθείας γραμμῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ἀτόμων Γραμμῶν 45· ἡ τοῦ βέλους πρὸς τὸ ξύλον σ. Πολύβ. 6, 23, 11· τῶν μισθοφόρων καὶ τῶν ἱππέων ὁ αὐτ. 12. 18, 10· κατὰ τὴν συν. κεκλιμέναι, συγκλίνουσαι, Πλούτ. 2. 1079. ΙΙΙ. ἐν τῇ Μουσικῇ, ἡ σύναψις δύο τετραχόρδων, ἀντίθετ. τῷ διάζευξις (ἴδε διαζεύγνυμαι 2), Πλούτ. 2. 491Α ὅθεν, τετράχορδα συνημμένα, ἡ συν. νήτη αὐτόθι 1029Α, 1137C· πρβλ. Chapell. Hist. of Muss. σ. 95 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
union, jonction : τινος πρός τι THC d’une chose avec une autre.
Étymologie: συνάπτω.