σκηνοποιός
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ὁ,
A tentmaker, Act.Ap.18.3. II maker of stage-properties, Com.Adesp.98. III (σκῆνος 11) making bodies, Herm. ap. Stob.1.49.69.
German (Pape)
[Seite 895] Zelte, Hütten, Lauben machend; com. bei Poll. 7, 189; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων σκηνάς, φύσις Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084· - ὡς ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὴν σκηνοποιίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 3. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων πράγματα ἀνήκοντα εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου, Κωμικ. Ἀνώνυμ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. adj. qui construit des tentes, des abris, des couvertures en parl. de la nature;
II. subst. 1 constructeur de tentes;
2 machiniste, mécanicien.
Étymologie: σκηνή, ποιέω.