τετρακαιδεκαέτης
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
ες,
A of fourteen years, D.H.6.21 (v.l. τετρακαιδεκέτης). II fem. τετρᾰκαιδεκέτις, ιδος, fourteen years old, κόρη Isoc.19.22.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκαιδεκαέτης: -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Διον. Ἁλ. 6. 21· ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. τετρακαιδεκέτης. ΙΙ. θηλ. τετρᾰκαιδεκέτις, -ιδος, δεκατεσσάρων ἐτῶν ἔχουσα ἡλικίαν, κόρη Ἰσοκρ. 388Ε.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de quatorze ans.
Étymologie: τέσσαρες, καί, δέκα, ἔτος.