συναείδω
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
poet. for συνᾴδω, Arat.752, Theoc.10.24, Hymn. in IG42(1).131.3 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 996] poet. = συνᾴδω; Theocr.; Arat. 752.
Greek (Liddell-Scott)
συναείδω: ποιητ. ἀντὶ συνᾴδω, Μῶσαι Πιερίδες, συναείσατε τὰν ῥαδινάν μοι παῖδα Θεόκρ. 10. 24, Ἄρατ. 752.
French (Bailly abrégé)
poét. c. συνᾴδω.