φῦκος

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῦκος Medium diacritics: φῦκος Low diacritics: φύκος Capitals: ΦΥΚΟΣ
Transliteration A: phŷkos Transliteration B: phykos Transliteration C: fykos Beta Code: fu=kos

English (LSJ)

εος, τό,

   A seaweed, wrack, Il.9.7; ὄστρεια . . φῦκος ἠμφιεσμένα Alex.110.2; differing from βρύον in size, Arist.HA603a17, cf. Thphr.HP4.6.2: Ep. dat. pl. φύκεσσι Alcm.6: φ. θαλάσσιον οὖλον orchella-weed, Roccella tinctoria, Dsc.4.99; called φ. πόντιον in Thphr.HP4.6.4; φ. θ. πλατύ peacock's tail, Padina mediterranea, Dsc. l. c.; φ. ὑπόμηκες και' ὑποφοινικίζον Nitrophyllum punctatum, ibid.; φ. ὅμοιον τῇ ἀγρώστει mattress grass-weed, Zostera marina, Thphr.HP4.6.6; φ. πλατύφυλλον, = πράσον 2, ib. 2; φ. τριχόφυλλον ὥσπερ τὸ μάραθον, Cystoseira foeniculosa, ib.3.    2 sedge or weed growing in a lake, Nic.Al.576.    II orchil, prepared from φῦκος 1.1 and used as rouge by Greek women, Ar.Fr.320.5, Theoc.15.16, IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C.), Alciphr.1.33.    III = φυκίς, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1313] τό, Meertang, Seegras, zuerst Il. 9, 7; von βρύον nur der Größe nach verschieden, Arist. H. A. 8, 20 u. Theophr.; Diosc.; Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch die Schminke, die aus einer purpurrothen Art des Meertanges bereitet wurde, mit der die Griechinnen die Wangen färbten, um ihnen die Farbe ξανθός zu geben; B. A. 258; E. M.

Greek (Liddell-Scott)

φῦκος: -εος, τό, Λατ. fucus, εἶδος φυτοῦ τῆς θαλάσσης, τὸ «φῦκι», Ἰλ. Ι. 7, Ἀλκμ. 6· ὄστρεια... φῦκος ἠμφιεσμένα Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 2· διαφέρει δὲ τοῦ βρύου μόνον κατὰ τὸ μέγεθος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 20, 6, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 62. ΙΙ. ἐξ αὐτοῦ κατεσκευάζετο ἐρυθρόν τι χρῶμα, ὅπερ αἱ Ἑλληνίδες μετεχειρίζοντο ὡς κοκκινάδι, φυκιασίδι, Λατ. fucus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 5, ἴδε Θεόκρ. 15. 16. κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 232.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 algue;
2 fard rouge.
Étymologie: DELG étym. incertaine.