ὑγιεινός

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγιεινός Medium diacritics: ὑγιεινός Low diacritics: υγιεινός Capitals: ΥΓΙΕΙΝΟΣ
Transliteration A: hygieinós Transliteration B: hygieinos Transliteration C: ygieinos Beta Code: u(gieino/s

English (LSJ)

[ῠ], ή, όν,

   A good for the health, wholesome, sound, healthy, Hp.Aph.3.15 (Comp.), 3.9 (Sup.); χωρία ὑ. healthy countries, X.Cyr. 1.6.16, cf. Pl.R.401c; of food, wholesome, X.Mem.1.6.5, Pl.Ion 531e, etc.; σιτία -ότατα Isoc.1.45; τὰ ὑ. ὑγίειαν ἐμποιεῖ Pl.R.444c, etc.; ὕδωρ ὑ. Id.Phlb.61c.    2 of or relating to health, τέχνη, πραγματεία, etc., Gal.6.135, 1.301, etc.; τὸ ὑ. Arist.Metaph.1003a35, 1060b37.    b of a person, devoted to the preservation of health, a hygienist, τὴν τοιαύτην διάθεσιν ἰατροῦ καὶ οὐχ ὑγιεινοῦ λύειν (sc. ἐστί) Erasistr. ap.Gal.Thras.38, cf. Gal.6.77.    3 of persons, healthy, sound, μὴ πάνυ ὑ. φύσει Pl.R.408e, cf. a; ὑ. σῶμα Id.Lg.728e; βίος ib.733e, etc.: ὑγιεινόν health, opp. νοσερόν, Arist.Rh.1355b30.    II Adv., -νῶς ἔχειν, = ὑγιαίνειν, Pl.R.407c,571d; ὑ. φέρειν τι without injury to health, Hp.Art.41 (v.l. ὑγιηρῶς) ; ὑ. ποιεῖν τι from regard to health, Pl.Grg. 522a; but ὑ. βαδίζειν, = ὡς ἂν ὁ ὑγιαίνων, Arist.EN1129a16: Comp. -οτέρως and -ρον, X.Lac.2.5, Mem.3.13.2: Sup. -ότατα ib.4.7.9.

German (Pape)

[Seite 1170] der Gesundheit zuträglich, heilsam, gesund; χωρίον, Xen. Cyr. 1, 6, 16; compar., Mem. 3, 12, 3; ὕδωρ, Plat. Phil. 61 c; τόπος, Rep. III, 401 c; τὰ ὑγιεινὰ ὑγίειαν ἐμποιεῖ, Rep. IV, 444 c; Ggstz νοσώδης, Theaet. 171 e; – auch = gesund seiend, kräftig, ἄνδρας πρὸ τῶν τραυμάτων ὑγιεινούς τε καὶ κοσμίους ἐν διαίτῃ, Rep. III, 408 a; u. so ὑγιεινῶς ἔχειν, ib. 407 c; ὑγιεινοτέρως, Xen. Lac. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγιεινός: [ῠ], ή, όν, (ὑγιὴς) ὡς καὶ νῦν, συντελῶν πρὸς ὑγείαν, καλὸς καὶ ὠφέλιμος εἰς τὴν ὑγείαν, Ἱπποκρ. Ἀφ. 1247· χωρίον ὑγιεινόν, δηλ. οὐχί νοσηρόν, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C· ἐπὶ τροφῆς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5, Πλάτ., κλπ.· σιτία ὑγιεινότατα Ἰσοκρ. 12Α· τὰ ὑγιεινὰ ὑγίειαν ἐμποιεῖ Πλάτ. Πολ. 444C, κλπ.· ὕδωρ ὑγ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 61C· - ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὑγείαν, τέχνη, πραγματεία Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 1., 10. 3, 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὑγιής, ὑγιηρός, «γερός», Λατ. sanus, πάνυ ὑγ. φύσει Πλάτ. Πολ. 408Ε, πρβλ. Α· ὑγ. σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 728Ε· βίος αὐτόθι 733Ε, κλπ.· τὸ ὑγ., ὑγεία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νοσερόν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 1. ΙΙ. Ἐπίρρ., ὑγιεινῶς ἔχειν, = ὑγιαίνειν, Πλάτ. Πολ. 407C, 571D· ὑγ. φέρειν τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807· ὑγ. ποιεῖν τι, ἀποβλέπειν εἰς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Γοργ. 522Α· βαδίζειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 1, 4. - Συγκρ. ὑγιεινοτέρως καὶ -ρον, Ξεν. Λακ. 2, 5, Ἀπομν. 3. 13, 2· ὑπερθετ. -ότατα, αὐτόθι 4. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui contribue à la santé, salubre;
2 bien portant, sain ; τὸ ὑγιεινόν la santé;
Sp. ὑγιεινότατος.
Étymologie: ὑγίεια.