ταὐτό

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

German (Pape)

[Seite 1074] ion. τωὐτό, att. auch ταὐτόν, neutr. von ὁ αὐτός für τὸ αὐτό, ein u. dasselbe.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτό: Ἰων. τωὐτό, Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν (ἐνταῦθα σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο ἄνευ κορωνίδος).

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὸ αὐτό, neutre deαὐτός.