ὑποπίμπλημι

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπίμπλημι Medium diacritics: ὑποπίμπλημι Low diacritics: υποπίμπλημι Capitals: ΥΠΟΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: hypopímplēmi Transliteration B: hypopimplēmi Transliteration C: ypopimplimi Beta Code: u(popi/mplhmi

English (LSJ)

   A fill, φωτὸς τὰς διαστάσεις Ael.NA1.23; ὑ. τινὰ ἐλπίδος Philostr.Her.19.4; τὰς ψυχὰς ἡδονῆς Lib.Or.11.17:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now beginning to have a beard, Pl. Prt.309a; γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι Id.Phdr.253e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων have my eyes filling with tears, Luc.DMar. 12.2: later also c. dat., ὑ. δάκρυσιν AP5.274 (Paul. Sil.).    II Pass., of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι become mothers of many children, Hdt.6.138: abs., become pregnant, Ael.NA12.21, Poll.3.49.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πίμπλημι), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; ὅταν γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησθεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησθῆναι ist = Ueberfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, πληρῶ, γεμίζω τι κατὰ μικρόν, Αἰλ. π. Ζῴων 1. 23· ἐλπίδος ἐνέπλησε τὸν στρατόν, «κρυφίως ἔπλησε» (Σχόλ. παρὰ Boiss. σ. 600), Φιλόστρ. 732. -Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πυκνὸν πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν τῇ ἀρχῇ· γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 253Β ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 2· - μεταγεν. ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὑπ. δάκρυσιν Ἀνθ. Παλατ. 5. 275. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τέκνων ὑποπλησθῆναι, νὰ γείνωσι μητέρες πολλῶν τέκνων, Ἡρόδ. 6. 138· ἀπολ., συλλαμβάνω, ἐγγαστρώνομαι, ἡ παῖς τίκτει ὑποπλησθεῖσα ἔκ τινος ἀνδρὸς ἀφανοῦς Αἰλ. π. Ζῴων 12. 21· «ὑπωγκῶσθαι τὴν γαστέρα, ὑποπλησθῆναι, κυοφορεῖν» Πολυδ. Γ΄, 49.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποπλήσω, ao. ὑπέπλησα, etc.
1 remplir presque entièrement;
2 rendre grosse ; Pass. devenir grosse ; τέκνων ὑποπλησθῆναι HDT avoir eu beaucoup d’enfants.
Étymologie: ὑπό, πίμπλημι.