αἶσχος

From LSJ
Revision as of 15:21, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἶσχος Medium diacritics: αἶσχος Low diacritics: αίσχος Capitals: ΑΙΣΧΟΣ
Transliteration A: aîschos Transliteration B: aischos Transliteration C: aischos Beta Code: ai)=sxos

English (LSJ)

εος, τό,

   A shame, disgrace, Hom. (freq. in pl., as Il.3.242), Hes.Op.211, Sol.3, A.Supp.1008, etc.    2 in pl., disgraceful deeds, Od.1.229.    II ugliness, deformity, of mind or body, Pl.Smp. 201a, X.Cyr.2.2.29, etc. ; αἶ. περὶ τὴν κάτηξιν Hp.Art.14; αἶ. ὀνόματος Arist.Rh.1405b8.

Greek (Liddell-Scott)

αἶσχος: -εος, τό, αἰσχύνη, ἀτιμία, Ὅμ. (ὁ ὁποῖος πολλάκις ἔχει τὴν λέξ. κατὰ πληθυντ., ὡς ἐν Ἰλ. Γ. 242), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 211., Σόλων 3, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1008, κτλ. 2) κατὰ πληθυντ., αἰσχρά, ἄτιμα ἔργα, Ὀδ. Α. 229. ΙΙ. δυσμορφία, ἀσχημία, εἴτε τοῦ πνεύματος, εἴτε τοῦ σώματος, Πλάτ. Συμπ. 201Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2 29, κτλ., αἶσχος περὶ τὴν κάτηξιν, Ἱππ. Ἄρθρ. 790· αἶσχος ὀνόματος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13

French (Bailly abrégé)

εος, att. ους (τό) :
1 honte, infamie ; τὰ αἴσχη actions honteuses;
2 laideur, difformité, aspect disgracieux.
Étymologie: αἰσχρός.

English (Autenrieth)

εος: (1) ugliness.—(2) disgrace, reproach, outrage; αἶσχος, λώβη τε (Od. 18.225), αἴσχεα καὶ ὀνείδεα (Il. 3.342), αἴσχἐ ἀκούω (Il. 6.524), αἴσχεα πόλλ' ὁρόων (Od. 1.229).