ἀρείων

From LSJ
Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρείων Medium diacritics: ἀρείων Low diacritics: αρείων Capitals: ΑΡΕΙΩΝ
Transliteration A: areíōn Transliteration B: areiōn Transliteration C: areion Beta Code: a)rei/wn

English (LSJ)

[ᾰ], ον, gen. ονος, used as Comp. of ἀγαθός, cf. ἄριστος: —

   A better, stouter, braver, in Hom. of all advantages of body, birth, and fortune, Il.1.260, al., cf. Hes.Op.207, Pi.N.7.101, A.Th.305 (lyr.), Ag.81 (lyr.):—rare in Prose, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Arist.Fr. 44.    II ἀρείονες, οἱ, a kind of snail or slug, Ael.NA10.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρείων: [ᾰ], ὁ, ἡ, ἄρειον, τὸ, γεν. ονος ἐν χρήσει ὡς συγκρ. τοῦ ἀγαθός, πρβλ. ἄριστος: (ἴδε *ἄρω)· ἱκανώτερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, ἐξοχώτερος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ πάσης ὑπεροχῆς σώματος, καταγωγῆς ἤ πλούτου, ἤδη γὰρ ποτ’ ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα Ἰλ. Α. 260· ὡσαύτως παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 205, Πινδ. Ν. 7. 149, καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 420, Θήβ. 305, Ἀγ. 81· ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Ἀριστ. Ἀποσπ. 40.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sert de comparatif à ἀγαθός :
1 plus fort, plus courageux;
2 en gén. meilleur, supérieur.
Étymologie: DELG étym. peu claire ; apparenté à ἀρετή, ἀραρίσκω.

English (Autenrieth)

(root ἀρ, cf. ἄριστος, ἀρετή): comp. (answering to ἀγαθός), better, superior, etc.; πλέονες καὶ ἀρείους, ‘mightier,’ Od. 9.48 ; πρότερος καὶ ἀρείων, Il. 23.588; κρεῖσσον καὶ ἄρειον, Od. 6.182; (παῖδες) οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους, Od. 2.277; adv., τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον, Od. 23.114.