ἀφαμαρτοεπής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A = ἁμαρτοεπής, talking at random, Il.3.215.
German (Pape)
[Seite 406] ές (ἔπος), in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend, Il. 3, 215.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαμαρτοεπής: -ές, ἀμαρτοεπής, «ὁ ἀποτυγχάνων τοῦ σκοποῦ τῶν λόγων» (Σχόλ.), ἐπεί οὐ πολύμυθος, οὐδ’ ἀφαμαρτοεπής Ἰλ. Γ. 215.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’égare dans ses discours.
Étymologie: ἀφαμαρτάνω, ἔπος.
English (Autenrieth)
missing the point in speech, ‘rambling speaker,’ Il. 3.215†.