ἐγκέφαλος
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
ον, (κεφαλή) within the head: as Subst., ἐγκέφαλος (sc. μυελός), ὁ, I brain, Il.3.300, Od.9.458, etc.; τὸν ἐ. σεσεῖσθαι Ar. Nu.1276; ὁ ἐ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Pl.Phd. 96b, cf. Arist.Sens.438b25 (but cf. Metaph.1013a6). II the heart or 'cabbage' of the date-palm, X.An.2.3.16, Thphr.HP2.6.2. III Διὸς ἐ., prov. of rare and costly food, 'morsel for a king', Ephipp. 13.7, Clearch. 5.
German (Pape)
[Seite 707] 1) was im Kopfe ist; dah. ὁ ἐγκ. (sc. μυελός), das Gehirn, von Menschen u. Thieren, Il. 3, 300 Od. 9, 458 u. Folgde; nach Plat. Phaed. 96 b ὁ δὲ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν καὶ ὁρᾷν καὶ ὀσφραίνεσθαι, vgl. Hipp. mai. 292 d u. Ath. II, 66 a; τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαί μοι δοκεῖ Ar. Nubb. 1276; ἐγκέφαλον μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον, ἀλλ' ἐν τοῖς κροτάφοις φορεῖτε Dem. 7, 45; vgl. Plut. det. orac. 27 extr. u. Suid. v. κραιπαλώδης. – 2) von der Palme, das eßbare Mark, Palmkohl, Xen. An. 2, 3, 16 u. Sp. – 3) Διὸς ἐγκ., eine Speise bei den Persern, Ath. XIII, 529 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέφᾰλος: -ον, (κεφαλὴ) ὁ ἐντὸς τῆς κεφαλῆς, ὡς οὐσιαστ., ἐγκέφαλος (ἐξυπακουομένου μυελός), ὁ. Ι. ὁ ἐγκέφαλος, «μυαλά», Ἰλ. Γ. 300, Ὀδ. Ι. 458, κτλ.· τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1276· ὁ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Πλάτ. Φαίδων 96Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. ἔγκαρος. ΙΙ. ἡ ἐδώδιμος ἐντεριώνη, «καρδιὰ» ἢ ἡ «ψίχα» νεαρῶν φοινίκων, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 16. ΙΙΙ. Διὸς ἐγκέφαλος, παροιμ. ἐπὶ σπανίας καὶ πολυδαπάνου τροφῆς, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 529D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est dans la tête;
ὁ ἐγκέφαλος (μυελός) :
1 cervelle, cerveau;
2 cœur ou chou de palmier.
Étymologie: ἐν, κεφαλή.