ἐγκοσμέω
From LSJ
English (LSJ)
A arrange in, ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε' . . νηΐ Od.15.218:— Pass., εἰς ἑτέραν σύγκρισιν Simp.in Ph.28.21 (ἐκκ- codd.). II Pass., to be adorned, v.l. in Aristid.Or.26(14).99; εὐσχημοσύνῃ LXX 4 Ma.6.2 (v.l. ἐκκ-).
German (Pape)
[Seite 709] in Etwas hineinordnen, darin in Ordnung stellen, τεύχεα νηΐ Od. 15, 218; ἀρχῇ ἐγκοσμηθείς Dion. Hal. 10, 54.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοσμέω: βάλλω τι εἰς τάξιν, τακτοποιῶ τι ἔν τι, ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε’... νηΐ, «ἐν τάξει τίθετε» (Ἡσύχ.), Ὀδ. Ο. 218.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre en ordre dans, τινι.
Étymologie: ἐν, κοσμέω.