ἐποχέομαι

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποχέομαι Medium diacritics: ἐποχέομαι Low diacritics: εποχέομαι Capitals: ΕΠΟΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: epochéomai Transliteration B: epocheomai Transliteration C: epocheomai Beta Code: e)poxe/omai

English (LSJ)

Pass. with fut. (and in Nonn.D.45.322, aor.) Med.,

   A be carried upon, ride upon, οὐ μὰν ὑμῖν γε (the horses of Achilles) καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν Ἕκτωρ..ἐποχήσεται Il.17.449, cf. Arr. Tact.17.1 ; ἐφ' ἵππῳ Paus.6.20.16 : abs., κάμηλον ὥστε ἐποχεῖσθαι a camel to ride on, X.Cyr.7.1.49 ; of a fractured bone, rest or ride on the adjoining one, Hp.Art.15 ; com., ἐμβάταις ὑψηλοῖς ἐ. to be mounted on high shoes, Luc.Salt.27 ; ἡ κωμῳδία ἀναπαίστοις ἐ. Id.Prom.Es6.    2 float upon, [ἡ γῆ] ἐ. τῷ ἀέρι Placit.3.15.8 ; float on the surface, Gal.7.604, Aët.5.137.    3 metaph., of a higher power, transcend the lower, [θεὸν] -ούμενον τῇ νοητῇ φύσει Plot.1.1.8 ; θεοὶ τοῖς δαίμοσιν ἄνωθεν -ούμενοι Procl.in Alc.p.69C.; θεία ἀρετὴ ἐπὶ ἀνθρωπίνην ἐ. Hierocl.in CA 20p.463M.    b to be borne upon, employ as a vehicle or medium, Plot.4.5.6 ; τῇ οὐσίᾳ Dam.Pr.89, cf.5.    c hover over, brood over, play about, Plot.2.2.3, 2.5.5,4.3.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποχέομαι: Παθ., μετὰ μέλλ. (καὶ ἐν Νόνν. Δ. 45. 322, ἀορ.) Μέσ.: ― φέρομαι ἐπί τινος, ὀχοῦμαι, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. vehi, οὐ μὰν ὑμῖν γε καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν Ἕκτωρ... ἐποχήσεται, λέγει ὁ Ζεὺς εἰς τοὺς ἵππους τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Ρ. 449, πρβλ. Κ. 330· ἐφ’ ἵππῳ Παυσ. 6. 20, 16· ἀπολ., κάμηλον ὥστε ἐποχεῖσθαι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 49· ἐπὶ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ, στηρίζομαι ἐπὶ τοῦ πλησίον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· κωμικῶς, ἐμβάταις ὑψηλοῖς, Λουκ. π. Ὀρχ. 27· ἡ κωμωδία... ἀναπαίστοις μέτροις ἐποχουμένη τὰ πολλὰ ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Προμηθ. εἰ ἐν Λόγ. 6· ἡ γῆ τῷ ἀέρι Πλούτ. 2. 896D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 être voituré, traîné ou porté sur ; p. anal. comiq. ἐπ. ἐμβάταις ὑψηλοῖς LUC être monté litt. voituré sur des chaussures à hautes semelles;
2 p. ext. être porté sur ou à travers, se mouvoir sur ou au milieu de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ὀχέομαι.

English (Autenrieth)

fut. -ήσεται: be carried upon, ride upon, ἵπποις (in the sense of chariot), Il. 17.449. (Il.)