ἐφεψιάομαι
From LSJ
English (LSJ)
A mock or scoff at, τεθνεῶτί γ' ἐφεψιόωνται ἅπαντες Od. 19.331, cf. 370.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεψῐάομαι: ἐμπαίζω, σκώπτω, χλευάζω, Λατ. elludere, τεθνηῶτί γ’ ἐφεψιόωνται ἅπαντες Ὀδ. Τ. 331, πρβλ. 370· ἴδε καθεψιάομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
3ᵉ pl. épq. prés. ἐφεψιόωνται, impf. ἐφεψιόωντο;
se railler de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἑψιάομαι.