σκώψ

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκώψ Medium diacritics: σκώψ Low diacritics: σκωψ Capitals: ΣΚΩΨ
Transliteration A: skṓps Transliteration B: skōps Transliteration C: skops Beta Code: skw/y

English (LSJ)

ὁ, gen. σκωπός, nom. pl. σκῶπες, a small kind of

   A owl (γλαῦξ being the generic name), the little horned owl, Strix scops, Od.5.66, Epich.166, Theoc.1.136, cf. Arist.HA592b11, 617b31.    2 a dance in which the dancers mimicked an owl, Ael.NA15.28, Poll.4.103, Ath.9.391a, 14.629f:—in the last place it is explained (as if = σκοπός) of shading the eyes with the hand so as to see better; so also Hsch. s.v. σκωπευμάτων: cf. ὑπόσκοπος.    3 a kind of fish, Nic.Fr.18. (In Ael. l.c., Ath.9.391a, b, σκώπτω (as if = mimic) is expld. fr. σκώψ, the owl being captured by means of its tendency to mimic one who danced in front of it; other explanations in Sch.Theoc.1.136.)

German (Pape)

[Seite 910] σκωπός, ὁ, 1) eine Eulenart, vielleicht der Kauz, Od. 5, 66 u. Sp., wie En. ad. 468 (IX, 380); nach Einigen von σκώπτω, wegen der spaßhaften Gestalt, nach Anderen von σκέπτομαι, wegen der großen Glotzaugen. – 2) ein lustiger Tanz, bei dem man die Gebehrden der Eule nachmacht; Poll. 4, 14; Ael. H. A. 15, 28; – bei Ath. XIV, 629 e neben σκώπευμα, wo er erkl. ἦν δὲ ὁ σκὼψ τῶν ἀποσκοπούντων τὸ σχῆμα, ἄκραν τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κεκυρτωκότων.

Greek (Liddell-Scott)

σκώψ: ὁ, γεν, σκωπός, ὀνομ. πληθ. σκῶπες·- εἶδος μικρῶν γλαυκῶν (γλαῦξ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ γένους), πιθαν. μικρὸς «μποῦφος», Strix scops, Ὀδ. Ε. 66, Θεόκρ. 1. 134· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 3,. 9. 28, 1. 2) ὄρχησις καθ’ ἣν οἱ ὀρχούμενοι ἐμιμοῦντο γλαῦκα, Αἰλ. π. Ζ. 15. 28, Ἀθήν. 391Α, 629F - ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον τὸ μερικὸν κλείσιμον τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τὴν διὰ τῆς χειρὸς ἐπισκίασιν αὐτῶν ὥστε νὰ ἴδῃ τις καλλίτερον· οὕτω καὶ Πολυδ. Δ΄, 103, Ἡσύχ. πρβλ. σκέπτομαι ἐν τέλ., ὑπόσκοπος.
3) εἶδος ἰχθύος Νικ. παρ’ Ἀθην. 329Α. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΣΚΕΠ, σκέπτομαι, ὡς ἐκ τῶν μεγάλων καὶ ἀτενῶς βλεπόντων ὀφθαλμῶν αὐτοῦ (πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία ἐν σημ. 2), καθὼς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ κλέπτω, φὼρ ἐκ τοῦ φέρω· - οὕτω δὲ καὶ τὸ σκώπτω πρέπει νὰ παράγηται ἐκ τοῦ σκὼψ (οὐχὶ σκὼψ ἐκ τοῦ σκώπτω), ὥστε ἡ πρώτη σημασία τοῦ σκώπτω θὰ εἶναι κραυγάζω ὡς ἡ γλαῦξ.

French (Bailly abrégé)

σκωπός (ὁ) :
1 sorte de chouette ou de hibou, fresaie ou effraie, litt. « l’oiseau qui guette »;
2 p. anal. danse comique où l’on imitait la posture de la chouette.
Étymologie: R. Σκεπ, voir, regarder ; cf. σκέπτομαι.

English (Autenrieth)

σκωπός: horned owl, Od. 5.66†.