ἐπερύω
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἐπειρύω,
A pull to, θύρην δ' ἐπέρυσσε κορώνῃ Od. 1.441; ἐπρὶ στήλην ἐρύσαντες having dragged a stone to the top [of the tumulus], 12.14; draw to one, A.R.3.149:—Med., draw on one's clothes, ἐπειρυσάμενον τὴν λεοντέην Hdt.4.8.
German (Pape)
[Seite 917] (s. ἐρύω), heran-, zuziehen, θύρην δ' ἐπέρυσσε κορώνῃ Od. 1, 441; in tmesi, καὶ ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες, eine Säule darauf errichten, 12, 14; – ἐπειρύσσασα Ap. Rh. 3, 149. – Med. über sich ziehen, ἐπειρυσάμενος τὴν λεοντῆν Her. 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπερύω: Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω ῠ, ἕλκω, σύρω πρὸς ἐμαυτὸν, θύρην δ’ ἐπέρυσσε κορώνῃ, «ἐφειλκύσατο, ἐπεσπάσατο» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 441· ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες, ἀναβιβάσαντες, «στήσαντες» (Σχόλ.), δηλ. ἐπὶ τοῦ τύμβου, Μ. 14· ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη, «περιλαβοῦσα καὶ ἁπτομένη» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 149.- Μέσ., σύρω τι ἐπάνω μου καὶ σκεπάζομαι, ἐπειρυσάμενον δὲ τὴν λεοντῆν κατυπνῶσαι, περὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἡρόδ. 4. 8.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. poét. ἐπέρυσε;
tirer à soi;
Moy. ἐπερύομαι (ao. part. ion. ἐπειρυσσάμενος) tirer sur soi, ajuster sur soi, revêtir, acc..
Étymologie: ἐπί, ἐρύω.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέρυσσε: draw to, Od. 1.441†.