ποτιπτήσσω
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
A = προσπτ- (which is not found), crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part.) verging towards it, so as to shut it in, Od.13.98.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιπτήσσω: Δωρ. ἀντὶ προσπτ- (ὅπερ ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, προσκλίνω, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι οὕτως ὥστε νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― ὅπερ ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ προσπίπτω, ἀλλὰ πρβλ. πτήσσω.
French (Bailly abrégé)
part pf. fém. pl. ποτιπεπτηυῖαι;
s’appuyer contre, càd couvrir, protéger en parl. des pointes de terre à l’extrémité d’un port.
Étymologie: épq. p. *προσ-πτήσσω.
English (Autenrieth)
perf. part. ποτιπεπτηυῖαι: sink down towards, τινός, Od. 13.98†.