σκῶλος

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῶλος Medium diacritics: σκῶλος Low diacritics: σκώλος Capitals: ΣΚΩΛΟΣ
Transliteration A: skō̂los Transliteration B: skōlos Transliteration C: skolos Beta Code: skw=los

English (LSJ)

ὁ,= σκόλοψ,

   A pointed stake, ὥς τε σ. πυρίκαυστος Il.13.564: also, thorn, prickle, Ar.Lys.810, Call.Fr.7.1 P.    2 metaph., evil, ruin, LXX 2 Ch.28.23.    3 = δρέπανον, Hsch.
σκῶλος, εος, τό, dub. sens. in BGU40.13 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.

Greek (Liddell-Scott)

σκῶλος: ὁ, ὡς τὸ σκόλοψ, πάσσαλος ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», ὥστε σκ. πυρίκαυστος Ἰλ. Ν. 564· ὡσαύτως, ἄκανθα, κέντρον («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pieu, poteau;
2 épine, piquant.
Étymologie: cf. σκόλοψ.

English (Autenrieth)

pointed stake, Il. 13.564†.