σφαραγέομαι

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰρᾰγέομαι Medium diacritics: σφαραγέομαι Low diacritics: σφαραγέομαι Capitals: ΣΦΑΡΑΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: spharagéomai Transliteration B: spharageomai Transliteration C: sfarageomai Beta Code: sfarage/omai

English (LSJ)

   A burst with a noise, crackle, sputter, as liquids when thrown upon the fire, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι the roots of his eye crackled or hissed (when Odysseus burnt them with the hot stake), Od.9.390.    II groan with fulness, to be full to bursting, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο ib.440.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰρᾰγέομαι: ἀποθ., σίζω μετὰ βρασμοῦ τινος, ὡς ὅταν ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ πυρός, ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον μετὰ βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι πλήρης εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, διότι οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. σφάραγος.

French (Bailly abrégé)

seul. 3ᵉ pl. impf. épq. ion. σφαραγεῦντο;
bruire ; particul. :
1 pétiller, grésiller;
2 bouillonner ; être débordant, être plein.
Étymologie: σφάραγος.

English (Autenrieth)

ipf. σφαραγεῦντο: hiss, be full to bursting, Od. 9.390, 440.