πολυθαρσής
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
ές,
A much-confident, μένος Il.17.156, Od.13.387; valorous, πόλεμος A.R.2.912.
German (Pape)
[Seite 663] ές, mit vieler Zuversicht, getrost, dreist; μένος, Il. 17, 156. 19, 37, wie Od. 13, 387; u. in späterer Prosa, wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολυθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, μένος Ἰλ. Ρ. 156, Ὀδ. Ν. 387.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein de confiance, audacieux.
Étymologie: πολύς, θάρσος.