ῥωχμός
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
(A), ὁ, (ῥώξ A)
A cleft, ῥ. ἔην γαίης a runnel or gutter scooped out by heavy rains, Il.23.420, cf. A.R.4.1545, Bion Fr.1, Opp.C.3.323; τῆς πέτρας Plu. Crass.4; οἱ ἀπὸ τῶν σεισμῶν ῥ. Str.8.5.7.
ῥωχ-μός (B), ὁ,
A wkeezing, Aret.SD1.11 (written ῥωγμός), Aët.6.3 (written ῥοχμός); gloss on ῥέγχος, Erot.; written ῥογμός in Cael.Aur.CP2.27; ῥογχός, ib. 10.
German (Pape)
[Seite 855] ὁ, 1) der Riß, Ritz, Spalt; γαίης, ein durch Regengüsse entstandener Erdspalt, Il. 23, 420; πέτρας, Plut. Crass. 4; übertr., die Runzel, Marc. Sid. 79. – 2) bei den Aerzten = ῥόγχος, von ῥέγχω, auch ῥωγμός geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωχμός: -οῦ, ὁ, (ῥὼξ) ὡς τὸ ῥῆγμα, «σχισμάδα», ῥωχμὸς ἔην γαίης, σχίσμα γῆς προξενηθὲν ἐκ ῥαγδαίας βροχῆς, «τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὀμβρίου ὕδατος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 420 πρβλ. Ὀππ. Κυν. 3. 323· τῆς πέτρας Πλουτ. Κράσσ. 4· οἱ ἀπὸ τῶν σεισμῶν ῥωγμοὶ Στράβ. 567· πρβλ. ῥωγμή.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.