ὀστέον

From LSJ
Revision as of 15:33, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστέον Medium diacritics: ὀστέον Low diacritics: οστέον Capitals: ΟΣΤΕΟΝ
Transliteration A: ostéon Transliteration B: osteon Transliteration C: osteon Beta Code: o)ste/on

English (LSJ)

τό, Att. contr. ὀστοῦν, poet. ὀστεῦν AP7.480 (Leon.); Aeol. perh. ὄστιον Alc.Oxy.2081 (

   A d)Fr.5: pl. ὀστέα, Att. contr. ὀστᾶ, late Ep. ὀστά [ᾰ] Opp.C.1.268, Epigr.in D.L.1.63, Epigr.Gr.517.7 (Edessa); Dor. ὀστία Theoc.2.61; but Trag. and Com. use gen. pl. ὀστέων, A.Fr.367 (codd. Poll.), S.Tr.769, Ar.Ach.1226, and it is so written in E.Tr.1177 where metre requires ὀστῶν: and the uncontr. forms generally occur in later Prose, as in Arist. (v. infr.); nom. ὀστέον PLit.Lond.167.17(ii/iii A. D.); dat. pl. ὀστέοις Diog.Oen.39; Ep. gen. pl. ὀστεόφιν (v. infr.):—bone, freq. in Hom. (Il.4.460, al.) and Hp. (VC1, al.); Hes. only in pl., Th.540, al.; λεύκ' ὀστέα the bleached bones of the dead, Od.1.161, etc.; σάρκας τε καὶ ὀστέα 9.293; πολὺς δ' ἀμφ' ὀστεόφιν θίς a huge heap of bones around, 12.45; ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι 14.134; γυμνοῦσι τὰ ὀστέα τῶν κρεῶν Hdt.4.61; ὀστέων στέγαστρον, of the skin, A.Fr.367; ἀρχὴ τῶν ὀστῶν ἡ καλουμένη ῥάχις Arist.PA54b11; esp. of the cranium, Hp.VC2, al., cf. Il. 12.185.    II metaph., γῆς ὀστέοισιν ἐγχριμφθεὶς πόδα, i.e. rocks, Choeril.Trag.2 (ὀστοῖσιν Nauck).    III stone of fruit, ὀστῶν περσεΐνων PCair.Zen.176.168 (iii B. C.), cf. Dsc.Eup.1.66, Gp.10.13.3, al., Sch.Nic.Al.99. [Accent ὀστέον Hdn.Gr.2.943, but ὄστεον Anon. ap. Sch.Il.24.793.] (Cf. Skt. ´sthi, gen. asthn´s 'bone', etc.)

German (Pape)

[Seite 398] τό, att. zsgzgn ὀστοῦν u. ὀστεῦν, Leon. Tar. 68 Antp. Sid. 83 (VII, 480. 218), plur. ὀστέα, zsgzgn ὀστᾶ, wofür Opp. wie von ὀστόν auch ὀστά hat, Cyn. 1, 268; der Knochen, das Gebein; ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα, Od. 9, 293; οὗ δή που λευκ' ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ, 1, 161, öfter, wie auch bei Hes. die λευκὰ ὀστέα das weiße vom Fleisch entblößte Gebein der Todten sind; Aesch. frg. 360; ἦλθε δ' ὀστέων ὀδαγμὸς ἀντίσπαστος, Soph. Trach. 766; σαρκῶν, ὀστέων τ' ἐμπλησθῶ, Eur. Hec. 1071; σάρκες ἀπ' ὀστέων ἔῤῥεον, Med. 1200, öfter; u. in Prosa überall, ξύγκειταί μοι τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων, Plat. Phaed. 98 c; Folgde. – Bei Theophr. auch der Stein im Obst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστέον: τό, Ἀττ. συνῃρ. ὀστοῦν, ποιητ. ὀστεῦν Ἀνθολ. Π. 7. 480· πληθ. ὀστέα, Ἀττ. συνῃρ. ὀστᾶ, Ἐπικ. ὀστᾶ [ᾱ] Ὀππ. Κυν. 1. 268, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 63, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 517. 7· - ἀλλ’ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται τῇ γεν. πληθ. ὀστέων, χάριν τοῦ μέτρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 355, Σοφ. Τρ. 769, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126, καὶ οὕτω φέρεται ἐν Εὐρ. Τρῳ. 1177, ἔνθα τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὀστῶν· οἱ δὲ ἀσυναίρετοι τύποι συνήθως ἀπαντῶσι παρὰ μεταγενεστέροις πεζογράφοις, Ἐπικ. γεν. πληθ. ὀστεόφιν (ἴδε κατωτ.). Ὀστοῦν, κοινῶς «κόκκαλον», συχν. παρ’ ὁμήρ. καὶ Ἡροδ., ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ· παρ’ Ἡσ. μόνον ἐν τῷ πληθ., Ἀσπὶς Ἡρ. 152, Θέογν. 540. 55, 557· λευκὰ ὀστέα, τὰ τῶν νεκρῶν τὰ λευκανθέντα ἐκ τῆς βροχῆς καὶ τοῦ ἡλίου, Ὀδ. Α. 161, κτλ.· σάρκας τε καὶ ὀστέα Ι. 293· πολὺς δ’ ἀμφ’ ὀστεόφιν θίς, μέγας σωρὸς ὀστῶν πέριξ, Μ. 45· ῥινὸν ἀπ’ ὀστεόφιν ἐρύσαι Ξ. 134· ὀστέων στέγαστρον, τὸ δέρμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 355· - ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστ. ἐπὶ πάντων τῶν ὀστῶν πλὴν τῆς σπονδυλικῆς στήλης (ῥάχις), π. Ζ. Μορ. 2. 9, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 10. ΙΙ. μεταφ., γῆς ὀστέοισιν ἐγχριμφθεὶς πόδα, δηλ. εἰς τοὺς βράχους, Ποιητὴς παρ’ Εὐστ. 309. 44· - ὁ πυρὴν (τὸ «κουκούτσι») καρποῦ, Διοσκ. 6. 22, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 98. (Ἐντεῦθεν ὀστέϊνος, ὄστινος, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ast-hi, as-than· Ζενδ. aś-ti, aś-ta· Ἀρχ. Λατ. oss-um (oss, ossis)· ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ ὀστακὸς (ἀστακός), ὄστρακον, ὄστρεον, ἀστράγαλος, ἄστρις, ἄστριχος).

French (Bailly abrégé)

-οῦν (τὸ) ; gén. ὀστέου-ὀστοῦ;
n. pl. ὀστέα-ὀστᾶ, gén. ὀστέων-ὀστῶν;
os, ossement.
Étymologie: cf. lat. os, ossis, anc. lat. ossum.

English (Autenrieth)

pl. gen. and dat. ὀστεόφιν: bone.