πρεπόντως

From LSJ
Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεπόντως Medium diacritics: πρεπόντως Low diacritics: πρεπόντως Capitals: ΠΡΕΠΟΝΤΩΣ
Transliteration A: prepóntōs Transliteration B: prepontōs Transliteration C: prepontos Beta Code: prepo/ntws

English (LSJ)

Adv. part. of πρέπω,

   A fitly, meetly, A.Ag.687 (lyr.); gracefully, Pi.O.3.9, Th.4.126.    2 c. dat., in a manner befitting, suitably to, σαυτῷ τε καὶ τῇ πατρίδι π. Pl.Lg.699d, cf. 835b: c. gen., in a manner worthy of, π. τῶν πραξάντων Id.Mx.239c.

German (Pape)

[Seite 697] adv. part. praes. von πρέπω, auf geziemende od. schickliche Art; Pind. Ol. 3, 9; Aesch. Ag. 673; Eur. Rhes. 202; u. in Prosa: ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου εἰπόντος, Plat. Conv. 198 a, σαυτῷ καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως, Legg. III, 699 a, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πρεπόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ πρέπω, κατὰ πρέποντα τρόπον, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, χαριέντως, ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) μετὰ δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· μετὰ γεν., ὡς τὸ ἀξίως, πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.

French (Bailly abrégé)

adv.
décemment, convenablement.
Étymologie: πρέπων part. prés. de πρέπω.

English (Slater)

πρεπόντως
   1fittingly συμμεῖξαι πρεπόντως (O. 3.9)