κρύφιος

From LSJ
Revision as of 12:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφιος Medium diacritics: κρύφιος Low diacritics: κρύφιος Capitals: ΚΡΥΦΙΟΣ
Transliteration A: krýphios Transliteration B: kryphios Transliteration C: kryfios Beta Code: kru/fios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1328, Th.7.25:—

   A hidden, concealed, θυμός Pi.P.1.84; ὄφις S.Ph.1328.    2 secret, clandestine, ὀαρισμοί Hes.Op.789; λέχος S.Tr.360; εὐναί E.El.719 (lyr.); ἔρωτες Musae.1; ψᾶφοι Pi.N.8.26; κ. εἰσῆλθον E.HF598. Adv. -ίως Ps.- Luc.Philopatr.9.    3 occult, Procl.Inst.121, Dam.Pr.151; latent, ib.192, 201. Adv. -ίως ib.153.    4 voc. κρύφιε such an one, LXX Ru.4.1.    5 κρύφιος, ὁ, fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.13.4.    6 κρύφιος, ὁ, title of a grade of initiates in the mysteries of Mithras, CIL 6.751a, 753 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κρύφιος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· ὄφις Σοφ. Φιλ. 1328. 2) λαθραῖος, ἀπόκρυφος, ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· λέχος Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 caché;
2 secret, clandestin.
Étymologie: κρύπτω.

English (Slater)

κρῠφιος
   1 secret [κρύφιον (codd. contra metr.: κρυφόν Aristarchus) (O. 2.97)] ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει the inner spirit (P. 1.84) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (N. 8.26) κρυφίου δὲ λο [(λόγου coni. Snell) fr. 260. 2.