μᾶλον
From LSJ
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
German (Pape)
[Seite 91] τό, dor. = μῆλον, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
μᾶλον: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆλον.
French (Bailly abrégé)
dor. c. μῆλον¹.
English (Slater)
μᾱλον
1 apple met., test., Libanius, ep. 36. 1, Πίνδαρός πού φησιν εἶναι μάλων χρυσῶν φύλαξ, τὰ δ' εἶναι Μουσῶν καὶ τούτων ἄλλοτε ἄλλοις νέμειν (μήλων codd.: corr. Boeckh) fr. 288.